παρποδιος

παρποδιος
    παρπόδιος
    2
    дор. = * παραπόδιος См. παραποδιος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "παρποδιος" в других словарях:

  • παρπόδιος — ον, Α βλ. παραπόδιος …   Dictionary of Greek

  • παραπόδιος — ο / παραπόδιος και ποιητ. τ. παρπόδιος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το παραπόδιο ζωολ. α) πλευρική προέκταση σε κάθε μεταμερές τού σώματος τών πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων το οποίο φέρει μεγάλον αριθμό μεταξωδών σμηρίγγων και χρησιμεύει στο ζώο …   Dictionary of Greek

  • παρποδίου — παραπόδιος at the feet masc/fem/neut gen sg παρπόδιος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»